Στίς 24 Φεβρουαρίου, όλως αναπάντεχα και ήσυχα, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Δάσκαλος Βασίλης Μοσκόβης. Φύλακα των οικογενειακών του αναμνήσεων και των ανεκτίμητων λαογραφικών κειμηλίων του τον βρήκε ο θάνατος και τον τύληξε στην αγκαλιά του, οδηγώντας τον σε μιά άλλη ζωή όπου δεν υπάρχει “πόνος καί θλίψη” ούτε αχαριστία.
Το γράμμα πού ακολουθεί, όσο κι άν το περίμενε, δεν το διάβασε ποτέ. Ο “δαίμων του ταχυδρομείου” ή “η ανθρώπινη παρέμβαση”, όπως συνήθιζε να λέει, αστέρησαν κι από τους δυό μας τη χαρά αυτής της επικοινωνίας.
Του το διαβάζω σήμερα δημοσίως σαν Ρέκβιεμ, για να του πω αυτό που ήθελα την ημέρα εκείνην, για την αγάπη μου και το σεβασμό μου.
2-1-1994
Αγαπητέ μου Δάσκαλε
Σας γράφω τούτην την ώρα, πού ακόμη δεν έχουν στεγνώσει τα δάκρυα τής ψυχής μου και στάζουν στο χείμαρρο των δακρύων τής Κυρά Καλλιρρόης, τής Σταθίας, τής Κλεοπάτρας, τής Ελένης… Και πού οι χτύποι τής καρδιάς μου δεν έχουν βρει την ισορροπία τους ακόμη από το δυνατό παλμό τής συγκίνησης για το χαλασμό της ανθρωπιάς και της ομορφιάς, πού κρύβονται σέ κάθε κόκκινο γεράνι, σέ κάθε ανθάκι τής νεραντζιάς, στα χωμάτινα δρομάκια των κήπων, στις χαρές τής Κυριακής και τής Σχόλης στην παληά γειτονιά. Οι άνθρωποι ήταν αγνοί, όπως αγνή και αθώα ή ύπαρξη τής περήφανης πορτοκαλιάς. Τραγουδιστός ο ήχος του μαγγανίου σαν τίς χορδές τής κιθάρας. Οι άνθρωποι γνωρίζονταν και αγαπιόντουσαν όσο και αν τούς χώριζαν τα ευρύχωρα παραδοσιακά σπίτια με τίς μεγάλες λουλουδιασμένες αυλές, Αφουγκράζονταν την ανάσα του διπλανού τους γιατί οι καρδιές και οι αισθήσεις τους ήταν ανοιχτές, πλατειές, πελώριες.
Τώρα, αν και ασφυκτικά κοντά ο χώρος πού ζούμε, και πού μας επιτρέπει να ακούμε τον ελάχιστο θόρυβο του πλαϊνού μας, δεν μπορούμε να “αιστανθούμε” την παρουσία του. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων ζούμε και κουβαλάμε την νοσταλγία. Και κουβαλάμε τον απόηχο μιας ζωής- όσοι νοσταλγοί- και θρηνούμε παραδέρνοντας σέ μια κοινωνία ανθρώπων σημαδεμένων από τίς επεμβάσεις της τεχνολογίας και του πολιτισμού, πού γέννησε ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος και άλλαξε τη μορφή του κόσμου.
Όμως, Δάσκαλε, γι’ σας υπάρχει ή παρηγοριά των αυθεντικών αναμνήσεων από μίαν αληθινή εποχή πού τη ζήσατε σέ όλο το μεγαλείο της, έως το θάνατο της, Και πού μπορείτε να τη διατηρείτε.
Και μέσα από τίς υπέροχες μνήμες σας να ξαναζείτε. Ας είστε ευλογημένος και υγιής. Με το «θάνατο μιας Συνοικίας» αναστήσατε ένα καταχωνιασμένο όνειρό μου. Να γράψω κι εγώ για τη δική μου παληά συνοικία, το Κουκάκι. “Αν και το βλέπω πολύ δύσκολο γιατί θα χρειαστεί να καταφύγω σέ μαρτυρίες τρίτων και έτσι θα χαθεί ή πολύτιμη αμεσότητα και αυθεντικότητα, πράγμα πού είναι πολύ σημαντικό για την περίπτωση.
Από Σας, έχουμε ακόμα πολλά να διδαχθούμε οι νεότεροι. Ήθος, τόλμη, ευθυκρισία, εργατικότητα, αυτά πού σας διέκριναν, σας καθιέρωσαν και σας κράτησαν αλώβητο, ασυμβίβαστο! Υπήρξατε ο Δάσκαλος πού ήθελε να φτιάξει, εκτός από αριστούχους μαθητές, σωστούς ανθρώπους. Στοχέψατε στο δύσκολο μα καί σωστό. Γιατί αυτό είναι αποστολή και λειτούργημα. «Δεν υπάρχει κακός μαθητής, μόνο κακός δάσκαλος» όπως σοφά λέτε.
Σας ευχαριστώ θερμά για την συγκίνηση πού μου προσφέρατε αναβιώνοντας την παληά εποχή της αυλής, του πηγαδιού, του τραμ · Κάθε παληά συνοικία είχε λίγο—πολύ αυτά τα γνωρίσματα και σημάδια ώστε να κάνουν τη μνήμη μας να ματώσει, εμάς όλων των παληών νοσταλγών… όλων των συνοικιών τής παληάς ’Αθήνας.
Σας ευχαριστώ ακόμη θερμά, γιό πολλαπλή φορά, πού υπήρξα ευνοούμενη τής κρίσης σας. Μέ βοήθησε αυτό πάρα πολύ να σταθώ και να στηρίξω την παρουσία μου στα Γράμματα. Και μόνο ή γνωριμία σας με έχει κάνει δυνατή.
Αυτό το γράμμα μου δεν είναι κρίση γιό το έργο σας. Είμαι πολύ λίγη εγώ. Αυτό είναι απλά, ή αληθινή έκφραση εντυπώσεων γιό έναν άνθρωπο πού όταν έρθει ό καιρός ν’ φύγει—όπως όλοι θα φύγουμε— θα έχει σημαδέψει με το πέρασμά του μιάν εποχή για τήν Ελληνική Γραμματολογία. Και θα έχει αφήσει ανεκτίμητη πνευματική κληρονομιά, τούς θησαυρούς της γνώσης του.
Φιλώ το χέρι Σας με σεβασμό κι αγάπη
Αγγελική Σπουρλάκου-Ευσταθίου
Αφήστε ένα σχόλιο